- συμφορητικός
- η , ό[ν] вызывающий прилив крови, застой крови
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμφορητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συμφόρηση 2. αυτός που προκαλεί συμφόρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφόρηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιωάννη Παδοβά] … Dictionary of Greek